ἀναπεσών — ἀναπίπτω fall back aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… … Dictionary of Greek
Πανσέληνος, Μανουήλ — Βυζαντινός ζωγράφος από τη Θεσσαλονίκη που έζησε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αι. και ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ζωγράφος των μεσαιωνικών χρόνων και… … Dictionary of Greek
ВИЗАНТИЙ — [Визант; греч. Βυζάντιος, Βύζας], визант. гимнограф. Этим именем надписаны в Минеях ряд самогласных стихир. Как творения В. (Βυζαντίου) в греч. печатных Минеях обозначены самогласны след. служб: индикта (1 сент., на «Господи, воззвах», на «И… … Православная энциклопедия